- συννάσσω
- Ασυμπιέζω, συμπυκνώνω (α. «συναγαγόντες εἰς ἕνα χῶρον μυριάδα ἀνθρώπων καὶ συννάξαντες ταύτην περιέγραψαν ἔξωθεν κύκλον», Ηρόδ.β. «πηγαῑς... συνεναγμένον ὕδωρ», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + νάσσω «πιέζω, συνθλίβω»].
Dictionary of Greek. 2013.